Τὶς νύκτες στὰ ὄνειρα μου ἔχω περιέργους ἐπισκέπτες. Πολὺ περιέργους.
Τὴν πρώτη νύκτα ἔφθασε ὁ Προμηθεύς. Τὸν ἐγνώρισα ἀπὸ τὰ αἷματα ποὺ ἔσταζαν ἀπὸ τὸ συκώτι του. Μὲ κύτταξε ἴσια στὰ μάτια καὶ μοῦ ἔπιασε τὸ χέρι. Τὸ κράτησε σφικτὰ καὶ κάτι ψιθύρισε, ποὺ ὅμως δὲν ἄκουσα. Χαμογελοῦσε διαρκῶς. Ἔδειχνε εὐτυχισμένος ποὺ ἦταν ἐκεῖ μαζί μου. Τοῦ ἔδειξα τὸν βρᾶχο γιὰ νὰ κάτσῃ ἀλλὰ δὲν ἤθελε. (Ξέχασα νὰ σᾶς πῶ ὅτι στὰ ὄνειρά μου ἔχω ἕναν μεγάλο βρᾶχο, σὰν θρόνο, ποὺ ἐκεῖ κάθομαι κι ἀγναντεύω. Ὅλοι οἱ καλοὶ χωροῦν νὰ κάτσουν πλάι μου.) Κάποιαν στιγμὴ, πάντα χαμογελαστός, ξεκίνησε νὰ φύγῃ. Ὅπως τράβηξε τὸ χέρι του ἀνεκάλυψα μίαν μικρὴ φωτεινὴ σφαίρα μέσα στὸ δικό μου.