Για ‘’απώλεια εθνικής κυριαρχίας’’ μίλησε ανοιχτά την περασμένη βδομάδα ο πρόεδρος του Eurogroup και πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, προαναγγέλλοντας την αποστολή στη χώρα μας Ευρωπαίων τεχνοκρατών που θα συνδράμουν στην εφαρμογή του ‘’προγράμματος μεταρρυθμίσεων’’.
Τι άλλο από παραδοχή αυτής της πραγματικότητας, μαζί με τον διασυρμό, θα μπορούσε να υπάρξει από μεριάς της συντεταγμένης ΠΑΣΟΚικής κυβερνώσας πολιτείας; Σαν βρεγμένο γατί ο πρόεδρος της Βουλής ψέλλισε: "Η κυριαρχία έχει περιοριστεί από τη στιγμή που η Ελλάδα βρέθηκε στην τραγική κατάσταση, πριν από δυο χρόνια’’. Είναι τραγικό, αλλά ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι αν θέλεις να μαθαίνεις την αλήθεια στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο, πρέπει να κοιτάς μόνο… προς το παρελθόν. Κατά τα άλλα το παρόν κυβερνιέται με το ψέμα και το μέλλον χτίζεται με την αυταπάτη ή και την κοινή απάτη.
Έτσι λοιπόν ο κ. Πετσάλνικος ομολόγησε αυτό που ακόμη δεν έχει φτάσει για ενημέρωση και ψήφιση στη Βουλή: Με το άρθρο 14.5 της δανειακής συνθήκης για το πρώτο Μνημόνιο, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, συνομολόγησε ότι «ο Δανειολήπτης αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία. Σύμφωνα μάλιστα με το σημείο 11 του Υποδείγματος νομικής γνωμοδότησης , «ούτε ο Δανειολήπτης ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας». Με λίγα λόγια απόλυτη υποτέλεια και ξεπούλημα!
Το ΚΚΕ, εύστοχα υπενθύμισε ότι "η εκχώρηση μέρους των κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν είναι καινούργιο στοιχείο, καθώς αυτό σε μεγάλο βαθμό είχε ήδη γίνει με την ψήφιση του Μάαστριχτ’’. Φαίνεται όμως να υποβαθμίζει το βάθος της τομής που επιχειρείται σήμερα στην ίδια κατεύθυνση. Ο ΣΥΡΙΖΑ -ο οποίος δεν έχει πολλούς λόγους να θυμάται την στάση υπερψήφισης της συνθήκης του Μάαστριχτ που είχε κρατήσει ο Συνασπισμός- ένοχα και υποβαθμισμένα έκανε λόγο για ‘’επιβολή του δικαίου των αγορών σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες’’ και ‘’επίθεση της νεοφιλελεύθερης ΕΕ", λες και υπάρχει και άλλη.
Το ακροδεξιό ΛΑΟΣ, ξέχασε να αντιδράσει. Το εθνικό του σθένος πήγε περίπατο όταν ψήφιζε το μνημόνιο Ι, αλλά και όταν πρότεινε οικουμενική για εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου. Η εθνικοφροσύνη και ο εμετικός εθνικισμός του, θρέφεται μόνο εναντίον των ξυπόλητων μεταναστών που τους έφεραν εδώ η πείνα και οι πόλεμοι, που έχει επιβάλλει ο ανεπτυγμένος καπιταλιστικός κόσμος που θαυμάζουν.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά είναι αναγκαίο να εντάξει την αποκάλυψη της στάσης ξεπουλήματος της λαϊκής περιουσίας και αυτοτελούς υπόστασης αυτής της χώρας στον σταθερό προσανατολισμό της για ανάδειξη της καθοριστικότητας των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Να μιλήσει από την σκοπιά των έθνους των εργαζομένων, διεκδικώντας ηγεμονία απέναντι σε μια απογυμνωμένη στα μάτια του λαού αστική στρατηγική υποταγής και παράδοσης.
Το εθνικό αστικό κράτος, σε μεγάλο βαθμό είναι ταυτόχρονα ανεπτυγμένο με το εθνικό κεφαλαιοκρατικό σύστημα, την ιδεολογία του και τις αξιακές κατασκευές της αστικής τάξης που κυριαρχούν και ηγεμονεύουν.
Η επίκληση της ‘’εθνικής ενότητας’’, ήταν και είναι μόνιμη επωδός σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά την ανάγκη να προταχθεί το συνολικό ταξικό συμφέρον της αστικής τάξης, έναντι των εσωτερικών της αντιθέσεων ή της υστέρησης του πολιτικού προσωπικού της. Η δεύτερη αναφέρεται στην ανάγκη να εμφανίζονται τα στενά ιδιοτελή συμφέροντα και υπηρετούσες αυτά αξίες της άρχουσας μειοψηφίας, ως συμφέροντα και αξίες όλης της κοινωνίας και του έθνους. Στο βαθμό που αυτές οι δύο αυτές πλευρές συναρθρώνονται και υπηρετούνται, το καθεστώς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, έχει εξασφαλίσει την πολιτική του κυριαρχία και ιδεολογική ηγεμονία. Πιο απλά έχει πετύχει την νομιμοποίηση του. Ο ‘’εθνικός στόχος’’ της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (πρόδρομη μορφή της ΕΕ), από το 1960 ακόμη, αποτέλεσε βασικό άξονα, όχι μόνο για την ωρίμανση και επιβολή της αστικής στρατηγικής στην Ελλάδα, αλλά και για την ηγεμονία της επί της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ακόμη και επί της αριστεράς.
Ας προσέξουμε όμως την πολιτική στιγμή. Και οι δύο αυτοί θεμελιακοί πυλώνες της ‘’εθνικής αστικής στρατηγικής’’, δηλαδή ενοποίηση των αστικών δυνάμεων σε μια κοινή στρατηγική και πολιτική ηγεμονία επί της κοινωνικής εργαζόμενης πλειοψηφίας, κλονίζονται πολύ σοβαρά. Αυτό δεν αφορά μόνο την κρίση χρέους. Σχετίζεται με την κρίση της ίδιας της ΕΕ και την μεγάλη απειλή της βαθύτατης καπιταλιστικής κρίσης που έχει διεθνή και δομικά χαρακτηριστικά.
Σημαντικότατα τμήματα της αστικής τάξης επωφελούνται αναμφίβολα ισχυρά από τις εξελίξεις. Όσοι για παράδειγμα έχουν συνδέσει απόλυτα την μοίρα τους και τις δουλειές τους με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό, είδαν τα πορτοφόλια τους να ξανα-φουσκώνουν στο πρώτο εξάμηνο του 2011, επωφελούμενες από το νέο έρημο τοπίο των διαλυμένων εργασιακών σχέσεων. Άλλες προετοιμάζονται να συμμετάσχουν στο ξεπούλημα της δημόσιας επιχείρησης και την ιδιωτικοποίηση των τελευταίων κοινωνικών δομών. Η τουριστική βιομηχανία προσαρμόζεται ήδη στη νέα πραγματικότητα και η εικόνα.
Ωστόσο, από την άλλη, πλειάδα μικρών, μικρομεσαίων ή και μεσαίων επιχειρήσεων της ιδιότυπης ελληνικής οικονομικής κοινωνικής δομής, αφού επιχείρησαν να επιζήσουν μεταφέροντας το βάρος του αβάσταχτου οικονομικού ανταγωνισμού στην πλευρά της εργασίας, καθηλώνοντας τους μισθούς, βλέπουν σήμερα έντρομες να αναπτύσσεται η καταστροφή της με απείρως μεγαλύτερη ταχύτητα.
Μέσα στην ίδια την εργαζόμενη πλειοψηφία, η κυβέρνηση και το κεφάλαιο επιχειρούν να ακρωτηριάσουν ριζικά την δυνατότητα πολιτικής συγκρότησης της, αλλάζοντας το τοπίο των εργασιακών σχέσεων. Οδηγώντας όχι μόνο σε ένα απόλυτο εργοδοτικό δεσποτισμό, αλλά και σε ένα ατέλειωτο εμφύλιο μεταξύ των εργαζομένων ή των εργαζομένων και των ανέργων ή/και των μεταναστών. Ωστόσο, μέσα στο πεδίο της σχετικής υποβάθμισης του ελληνικού καπιταλισμού έναντι των ανταγωνιστών του, που είναι αναπόδραστη στο νέο πεδίο της ΕΕ, δεν υπάρχει επαρκής δυνατότητα να οικοδομήσουν υλικά συμμαχίες.
Από πολλές πλευρές ‘’οι πάνω δεν μπορούν’’ να κυβερνήσουν όπως παλιά.
Η πολιτική κρίση είναι καθολική. Αφορά όλο το πλέγμα των σχέσεων ανάμεσα στις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα. Βλέποντας τα πράγματα αντίστροφα, είναι η στιγμή της δυνατότητας για αποτίναξη των στιγμάτων και κατηγοριών περί ‘’συντεχνιασμού’’ ή και ‘’εθνικισμού’’ των συμφερόντων της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας. Της ιστορικής ευκαιρίας για ανάδειξη των αντικαπιταλιστικών αιτημάτων, όχι μόνο ως ανάγκη επιβίωσης της εργατικής τάξης, των ανέργων, των αγροτών και των φτωχών ως ξεχωριστών κατηγοριών, αλλά ως καθολική παν-κοινωνική ανάγκη. Να σηματοδοτηθεί η αντίσταση για την ανατροπή της κυβέρνησης του μεσοπρόθεσμου, καθώς και των αντεργατικών πολιτικών και της ΕΕ, από την διεκδίκηση της ηγεμονίας της συνολικής πορείας της Ελλάδας, από την σκοπιά των συμφερόντων του ‘’έθνους των εργαζομένων’’. Ώστε η Ελλάδα να αποδειχτεί ο αδύνατος κρίκος και για την καπιταλιστική ολοκλήρωση, αλλά και για τον καπιταλιστική ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Το ‘’εθνικό’’ αυτό καθήκον, είναι η συμβολή του ελληνικού εργατικού κινήματος σε ένα σύγχρονο επαναστατικό διεθνισμό.
Είναι γεγονός ότι η επίσημη εθνική ιστορία (που πάντα γράφεται από τους κυρίαρχους και τους νικητές) σφραγίζεται οργανικά από την αστική ηγεμονία. Ωστόσο, οι αγώνες των λαϊκών τάξεων συγκαθορίζουν σε σημαντικό (αν και λανθάνοντα) βαθμό τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της έννοιας του «έθνους». Η ιστορική συγκρότηση του γαλλικού έθνους, εξαιτίας των αλλεπάλληλων επαναστατικών εμπειριών, ‘’αιχμαλωτίζεται’’ από αυτές, σε ένα μεγάλο βάθος ιστορικού χρόνου, αποδίδοντας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην εθνική ταυτότητα. Το ίδιο ισχύει και με την επαναστατική παράδοση των Ζαπάτα, Μπολιβάρ ή Σαντίνο στην Λατινική Αμερική, που χρωματίζει πλήθος ετερογενών πολιτικών ρευμάτων και κινημάτων (από λαϊκά εθνικιστικά, κομμουνιστικά, έως αναρχικά) εδώ και αιώνες. Αλλά και η φλεγόμενη Ελλάδα της εθνικής αντίστασης, σηματοδότησε ιδιαίτερες δυνατότητες συνάρθρωσης της εθνικής αξιοπρέπειας, με την διεκδίκηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της λαοκρατίας.
Ζούμε σε μια τέτοια πολιτική στιγμή, όπου αυτή η σύνδεση μπορεί να επιτευχθεί με σύγχρονους και πρωτότυπους όρους, που θα καθορίζονται από την προοπτική της καθολικής εργατικής και κοινωνικής χειραφέτησης και με την ηγεμονία της σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να συζητηθούν και να αντιπαλευτούν.
Πριν από όλα η ένταξη του εθνικού ζητήματος και της λαϊκής κυριαρχίας, στην απατηλή στρατηγική της ‘’εθνικής ενότητας’’. Δεν μιλάμε μόνο για την ακροδεξιά παραδοσιακή εθνικιστική εκδοχή της πατριδοκαπηλείας, της τουρκοφαγίας ή αλβανοφοβίας. Αλλά και για τα βαθιά χνάρια που έχει αφήσει η λεγόμενη ‘’εθνική λαϊκή ενότητα’’ του ΠΑΣΟΚ, η οποία σήμερα εκφράζεται με ένα κάλεσμα διαταξικής συμμαχίας και άμυνας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση ή τις μεγάλες πολυεθνικές. Οι οπαδοί αυτού του καλέσματος (από την Σπίθα έως τον Κοτζιά, με διαφορετικό βέβαια τρόπο), φυσικά και δεν εντοπίζουν την καπιταλιστική συγκρότηση σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο ως γεννήτορα αυτών των εχθρών. Αντίθετα, από αυτήν εκστασιάζονται και στις στιγμές της ακμής της την υπηρετούν προθύμως. Για εμάς, η κοινωνία δεν είναι ενιαία, οι στόχοι δεν είναι κοινοί. Το καθοριστικό στοιχείο είναι η αντίθεση αυτών που παράγουν κοινωνικό πλούτο και πολιτισμό, με αυτούς που τα νέμονται στηριγμένοι στην ατομική ιδιοκτησία, το διευθυντικό δικαίωμα, το μονοπώλιο της κρατικής βίας και τη δικτατορία των υποτελών ΜΜΕ.
Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να αφήσουμε πίσω μας, είναι η αποτυχημένη στρατηγική σύνδεσης εθνικού-κοινωνικού, που έχει ταλαιπωρήσει τραγικά το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική αριστερά. Η ένταξη της κοινωνικής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας σε ύστερο (χρονικά και ποιοτικά) καθήκον μιας εθνικής ανεξαρτησίας που θα καταχτιόταν από μια συμμαχία με την λεγόμενη ‘’εθνική’’ αστική τάξη, ενάντια στις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, για την αποτίναξη της ‘’εξάρτησης’’ από αυτές. Το βάθος αυτής της προσέγγισης γίνεται περισσότερο κατανοητό, όχι αν συζητήσουμε για το Νεπάλ, αλλά ενθυμούμενοι ότι στην κατηγορία των εξαρτημένων χωρών είχαν ενταχθεί από τα αντίστοιχα ΚΚ ακόμη και η Γαλλία (από την Γερμανία), αλλά και ο Καναδάς (από τις ΗΠΑ)! Η πολιτική αυτή γραμμή καταδίκασε σε αποτυχία την μεγάλη πολιτική τομή που δημιούργησε η ελληνική αριστερά την δεκαετία του 40. Η αποτυχία δεν ήταν στην σύνδεση του εθνικού ζητήματος με την λαοκρατία. Κάθε άλλο: Θα κοσμεί πάντα το κομμουνιστικό κίνημα ο επιτυχής προσανατολισμός του στην εθνική αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς καταχτητές. Αντίθετα η δεξιά και η αστική εθνική ηγεσία θα μείνει στην ιστορία για τον δοσιλογισμό της και το φίλημα της κατουρημένης ποδιάς πρώτα των Γερμανών και μετά των Αγγλο-αμερικανών, φτάνοντας έως και στον εμφύλιο. Το πρόβλημα ήταν η υποταγή της επανάστασης και της λαοκρατίας στην πολιτική στρατηγική της ‘’εθνικής ενότητας’’.
Τέλος, στο στόχαστρο μας, πρέπει να βρεθεί και η ιδεολογία και πολιτική πρακτική του λεγόμενου ‘’ευρωπαϊσμού’’, ιδιότυπη σύμμειξη κλασσικού ραγιαδισμού και αστικού κοσμοπολιτισμού. Η επιτυχία της αστικής τάξης είναι η ευρύτερη εμπέδωση του Καραμανλικού δόγματος της μεταπολίτευσης ‘’ανήκομεν εις την Δύσην’’. Φαίνεται παράδοξο, ωστόσο αποτελεί γεγονός, ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής αριστεράς αποδέχτηκε, αλλά και τροφοδότησε ισχυρότατα και με νέα καύσιμα αυτό το δόγμα. Θαυμάζοντας την καπιταλιστική ολοκλήρωση της ΕΕ. Αποδίδοντας σε αυτήν στοιχεία αντικειμενικής προοδευτικής εξέλιξης. Αναγορεύοντας την, αυθαίρετα και αντι-ιστορικά -στην καλύτερη περίπτωση- ως το νέο πεδίο ταξικής πάλης και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν και μεσαία στρώματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας που προσδοκούσαν και πράγματι έγιναν νομείς της πρόσκαιρης οικονομικής χρηματοδότησης από την ΕΕ. Ήταν το αναγκαίο αντιστάθμισμα της προσαρμογής της ελληνικής κοινωνίας σε αυτήν, με καταστροφή της γεωργίας και αντιδραστική αναδιάρθρωση της βιομηχανίας, με κύριο θύμα την εργατική τάξη, αλλά και τις παραγωγικές προοπτικές μιας αντικαπιταλιστικής ανάπτυξης και επαναστατικής διεθνοποίησης στην περιοχή. Η λεγόμενη ευρωπαϊκή αριστερά, δεν ήταν μόνο φορέας ιδεολογικών κατασκευών του ‘’ευρωπαϊσμού’’, αλλά και βασικός μοχλός διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής προοπτικής και διαχείρισης της, μέσω εθνικών και κοινοτικών μηχανισμών. Αυτό δημιουργεί ένα απροσπέλαστο όριο ακόμη και σήμερα, εποχή ισχνών ευρωπαϊκών αγελάδων, για να κάνουν αυτά τα τμήματα την αναγκαία στροφή σε μια στάση αντίθεσης στην συμμετοχή στην ευρωζώνη και στην ΕΕ. Ακόμη και σήμερα στέκονται με εχθρότητα ή υποτίμηση απέναντι στην αναγκαία προσπάθεια να αναδειχθεί ότι την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, τα έχουν ανάγκη μόνο η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό υπηρετικό της προσωπικό και όχι τα λαϊκά στρώματα. Μιλούν περιφρονητικά ακόμη και για ‘’τριτοκοσμισμό’’ και ‘’εθνικισμό’’.
Στη σημερινή περίοδο, τουλάχιστον για την Ελλάδα, δεν υπάρχει ζήτημα εθνικής ολοκλήρωσης ή αυτοδιάθεσης με τον τρόπο που το έθετε ο Λένιν. Προκύπτει όμως σαφώς ζήτημα ''λαϊκής κυριαρχίας'' και δημοκρατίας, όταν «κυριαρχικές» αρμοδιότητες μετατίθενται σε επίπεδο τρόικας και ΕΕ. Ανακύπτει σαφώς θέμα «εθνικό ζήτημα» με σύγχρονους όρους, όταν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί καταργούν ή αλυσοδένουν την «εθνική» κρατική διαχείριση.
Σε τι όμως ακριβώς συνίσταται αυτό το ‘’ζήτημα’’ και κυρίως ποιος είναι ο χαρακτήρας της απάντησης σε αυτό;
Πρέπει να δούμε τις εξελίξεις από την οπτική γωνία της ταξικής πάλης.
Η πρώτη μεγάλη αντιδραστική τομή που επιχειρείται (ή μάλλον βαθαίνει) και μας ενδιαφέρει είναι η μεταφορά λήψης των κρίσιμων αποφάσεων σε υπερεθνικά κέντρα αποφάσεων που θα επηρεάζονται όλο και λιγότερο από την πολιτική διαπάλη που ο λαϊκός παράγοντας μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά κυρίως στο εθνικό πεδίο.
Η δεύτερη τομή αφορά την ίδια την αντιδραστική μετάλλαξη των αστικών θεσμών σε εθνικό επίπεδο. Με σχετική κατάργηση κάθε δευτερεύοντος κοινωνικού στοιχείου της κρατικής δομής, καθώς και στοιχείων πολιτικής δημοκρατίας, προς όφελος μιας αντιδραστικής αυταρχικής θωράκισης σε ένα ρόλο μαντρόσκυλου της διεθνούς πλουτοκρατίας και της ντόπιας αστικής τάξης.
Η απάντηση σε αυτή την προοπτική δεν μπορεί να είναι «εθνικο-ενωτική».
Το γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη θα υποβαθμιστεί σε σχέση με τους ανταγωνιστές της στο νέο συσχετισμό που κυοφορείται, δεν αποτελεί λόγο για να την λυπηθούμε. Αντίθετα, έχουμε όλους τους λόγους και τα επιχειρήματα, να της χρεώσουμε την συνολική ‘’εθνική’’ κοινωνική καταστροφή στην οποία υποβάλλει την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, ακριβώς για να προστατέψει τα δικά της βρώμικα συμφέροντα.
Και αν είναι σήμερα σε δύσκολη θέση, έχουμε χρέος να την πατήσουμε στο λαιμό και όχι να απλώσουμε χέρι βοηθείας. Αυτό είναι το καθήκον που μπορεί και πρέπει να αναλάβει να φέρει σε πέρας το ‘’έθνος των εργαζομένων’’, που δεν χρωστάει τίποτα στην ΕΕ και στο ΔΝΤ, αλλά μόνο απέναντι στις επόμενες γενιές και τους καταπιεσμένους όλου του κόσμου. Είναι μια απάντηση ταξική, εργατική. Αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής.
*το κείμενο αυτό σε συντομευμένη μορφή άρθρου, δημοσιεύτηκε και στο ΠΡΙΝ στις 10/7/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.